«Το πρωί έκανα διάφορες δουλίτσες. Αφού έφυγε ο υδραυλικός, ευτυχώς μόνο 30 € χωρίς απόδειξη, παρέλαβα τα ξύλα για το τζάκι, ένα εβδομηντάρι ευρώ χωρίς απόδειξη και ήρθε και το μίνι μάρκετ 25 € “γραφτό”, χωρίς απόδειξη, όπως και ο χασάπης 80 € χωρίς απόδειξη, πήγα στη μοδίστρα, 15 € χωρίς απόδειξη, μετά ένα κομμωτήριο, αλλά 15 € επίσης χωρίς απόδειξη, πήρα ένα ταξί όπου δεν έβαλε την ταρίφα και έτσι το διαπραγματευτικά στα 3 € και πήγα σε πελάτη όπου φυσικά δεν του ‘κοψα δελτίο, τσάκωσα οχτώ κατοστάρικα μαύρα και μετά πήγα στο γραφείο, όπου πληρώνω άσπρα δύο και μαύρα άλλα τέσσερα το μήνα να συναντήσω το λογιστή μου, να “μαγειρέψουμε” το δεύτερο βιβλίο και μετά τελείωσα από τις “δουλειές”. Ήταν ώρα να πάω στο εξοχικό και έτσι πήρα το αμάξι, αυτό με τις μαϊμού πινακίδες, το ανασφάλιστο – οδηγώ πάντα από τα στενάκια μη με πιάσει κανένας μπάτσος – και το φούλαρα βενζίνη, στο Βενζινάδικο του Μήτσου που έχει την “λαθραία”, πάντα μισή τιμή από τους άλλους, για να φτάσω το απόγευμα στο αυθαίρετο. Σήμερα το βράδυ έχουμε πανωσήκωμα και τα μαστόρια, τώρα πλέον πακιστανοί και Μπαγκλαντές, κάνουν άψογη δουλειά.
Δρόμο πρόσβασης έκανα με ένα δωράκι στο δήμαρχο και στο δασάρχη που τον βάφτισαν “ζώνη πυροπροστασίας”…
Ρεύμα πήρα με το μαϊμού χαρτί αναπηρίας του παππού… Έχω βρει κάτι καλά παιδιά στη Δ.Ε.Η. που ξέρουν πως μαγκώνει το ρολόι να μη γυρίζει…
Τώρα μένει να μου φέρουν την αντλία για την παράνομη γεώτρηση γιατί το καλοκαιρι πιάνουν φωτιές μέσα στο δάσος και μας έχει γραμμένους το κωλοκράτος…»