Τι συμβαίνει όταν έχουμε ύφεση. Σε ένα κατάστημα μπαίνουν λιγότεροι πελάτες, οι πελάτες τείνουν να ξοδεύουν λιγότερο, αγοράζουν πιο προσεκτικά και αργότερα περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα ή και όταν τα αγοράζουν, δεν τα πληρώνουν στην ώρα τους. Το κατάστημα παρουσιάζει λιγότερη κίνηση, μικρότερη κερδοφορία και αναγκάζεται να ρίξει τις τιμες, να κάνει περικοπές εξόδων, να «φάει» το αποθεματικό που προοριζόταν για ανακαίνιση, ανάπτυξη κλπ. και ακολουθως να απολύσει έναν υπάλληλο, να …κλέψει την εφορία. Όλες αυτές οι ενέργειες προξενούν περαιτέρω παρενέργειες. Το κράτος εισπράτει λιγότερο φόρο εισοδήματος και λιγότερο ΦΠΑ (και για να καλύψει το κενο εφευρίσκει νέους φόρους – συνήθως κατοχής / διακράτησης αξιών και αντικείμενων και όχι συναλλαγών αφού αυτές μειώνονται). Επίσης, πληρώνει επιδόματα ανεργίας, επιδόματα θέρμανσης, κοινωνικά τιμολόγια και άλλα προνοιακά, ενώ αναγκάζεται να συντηρεί τα ταμεία του με μεγαλύτερη συμμετοχή εκείνων που ακόμη πληρώνουν κοκ. Για πόσο καιρό ακόμη;
Επίσης μαζί με το «σφίξιμο στο ζωνάρι», όπως το έλεγαν οι παλιοί, έρχεται και η μείωση της αξιοπιστίας, άρα της τραπεζικής πίστης, της ικανότητας δανεισμού και η έλλειψη ρευστότητας επιτείνεται. Ως μέσο ελέγχου δε της έκθεσης σε δανεισμό, οι τράπεζες χρησιμοποιούν το ίδιο το επιτόκιο. Δηλαδή, για να σε αποτρέψουν / αποθαρρύνουν από το να δανείζεσαι, σου κάνουν το κόστος δανεισμού υψηλότερο. Το υψηλότερο κόστος χρήματος φέρνει περαιτέρω μείωση κερδοφορίας κ.ο.κ (Σημείωση: συνήθως οι εταιρείες κλείνουν λόγω έλλειψης ρευστότητας – όχι λόγω έλλειψης κερδοφορίας).
Υπάρχει δε μια ιδιαιτερότητα στις μοντέρνες οικονομίες που προέκυψαν μέσα από την παγκοσμιοποίηση: η εξειδίκευση της κάθε οικονομίας. Οι οικονομίες της παγκοσμιοποίησης έχουν μεγάλη εξάρτηση η μία από την άλλη. Για παράδειγμα ένας αγρότης αγοράζει σπόρο από μια πολυεθνική (και λίπασμα και φυτοφάρμακα από αντίστοιχα άλλες) από το εξωτερικό, για να παράξει τον καρπό, που τελικά εξάγει επίσης στο εξωτερικό. Το ίδιο συμβαίνει με τα πλαστικά, το χαρτί, τα υφάσματα, τα ελαστικά και γενικά με όλα τα προϊόντα μεταποίησης. Μόνες εξαιρέσεις αποτελούν οι βιομηχανίες που «κάθονται» πάνω σε μια πρώτη ύλη (όπως ο άργιλος).
Οι μοντέρνες οικονομίες έχουν τέτοια μεγάλη διασύνδεση, μέσω της συμμετοχής στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, που η κρίση σε μία μεταλαμπαδεύεται στις άλλες. Είναι δηλαδή σαν κρίκοι στην ίδια αλυσίδα.
Τώρα, ειδικά για την Ελλάδα, το σχέδιο ήταν να γίνει η χώρα πιο ανταγωνιστική κάνοντας εσωτερική υποτίμηση (όχι μέσω νομίσματος, αλλά μέσω πίεσης τιμών και αμοιβών). Όσοι όμως γνωρίζουν καλά την ελληνική οικονομία, γνωρίζουν ότι αυτό ισχύει μόνο για τις υπηρεσίες και τη βιομηχανία έντασης εργασίας – δηλαδή κλάδους που το εργατικό κόστος παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο. Η μεταποίηση υπόκειται περισσότερο στο κόστος των πρώτων υλών (που έρχονται από έξω και έχουν διεθνείς τιμες), το κόστος της ενέργειας που επίσης προέρχεται από έξω και έχει διεθνή τιμή και το δημοσιονομικό κόστος – το οποίο μεγάλωσε!
Η χώρα μας ήταν δε πάντοτε πολύ φθηνότερη σε υπηρεσίες από σχεδόν όλες τις χώρες-εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όποιος σύγκρινε στο παρελθόν ίδιας αλυσίδας ξενοδοχεία σε πρωτεύουσες ή πχ. την ίδια μετάφραση ή αμοιβή δικηγόρου, γιατρού, τεχνίτη… η Ελλάδα ήταν πάντοτε φθηνότερη.
Ποιο ήταν λοιπόν το αποτέλεσμα; Τα κατάφεραν οι δανειστές μας να κάνουν την οικονομία μας πιο ανταγωνιστική μέσω της εσωτερικής υποτίμησης;
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον τουρισμό. Οι γνωρίζοντες τον συγκεκριμένο κλάδο, ξέρουν ότι οι αμοιβές ήταν και στο παρελθόν απίστευτα χαμηλές. Κοριτσάκια – μαθήτριες τουριστικής σχολής της Ρουμανίας, με ειδική συμφωνία, σε πεντάστερο στην Κεφαλονιά, Ρωσίδες στην Κρήτη και Βουλγάρες υπάλληλοι στη Χαλκιδική. Η επίσημη δικαιολογία «γιατί οι επισκέπτες του ξενοδοχείου αισθάνονται καλύτερα όταν τους μιλάς στη γλώσσα τους». Πόσο λοιπόν μπορούσαν να μειωθούν οι αμοιβές στον κλάδο που οι εργαζόμενοι έπαιρναν σχεδόν 6 μήνες ταμείο ανεργίας, κάθε σεζόν;
Και μειώθηκαν οι τιμες στα ξενοδοχεία; Ο τουρισμός παρουσιάζει πρωτοφανή αύξηση κάθε χρόνο, καταρρίπτοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Η ζήτηση λοιπόν ρυθμίζει την αγορά. Όποιος συγκρίνει τιμές ξενοδοχείων σε τουριστικά νησιά, διαπιστώνει ότι ποτέ άλλοτε στην ιστορία τους, δεν ήταν τόσο ακριβές οι διακοπές στην Ελλάδα. Ούτε καν τη «χρυσή εποχή» του 2004!
Το ίδιο ισχύει και για την γαστρονομία.
Και γενικά, όπου ο φτωχός πλέον Έλληνας ανταγωνίζεται τον τουρίστα, που έχει έρθει με διάθεση να ξοδέψει, οι τιμες δεν υποχωρούν. Απλά η διασκέδαση του ντόπιου από το εστιατόριο πέρασε στην ταβέρνα ή το σουβλατζίδικο…
Μήπως έχουν γίνει φθηνότερα τα είδη πρώτης ανάγκης; Μα φυσικά και όχι. Διότι και εδώ ο ελαιοπαραγωγός έχει μια διεθνή τιμή που διέπει το προϊόν του. Γιατί να το διαθέσει πιο φθηνά στην εγχώρια αγορά; Μήπως φθήνηναν τα εισαγώμενα προϊόντα; Και πάλι γιατί να συμβεί κάτι τέτοιο; Ακόμη και σήμερα – τόσα χρόνια μέσα στην κρίση, η οδοντόπαστα της ίδιας μάρκας είναι πιο φθηνή στη Γερμανία από ότι στην Ελλάδα. Ακόμη και οι ελληνικές πάνες και σερβιέτες έχουν πλέον διέξοδο στις εξαγωγές. Γιατί να φθηνήνουν; Άλλωστε στα περισσότερα ρομποτικά εργοστάσια, τα φθηνά πλέον εργατικά μικρό ρόλο παίζουν στη διαμόρφωση της τιμής του προϊόντος.
Τι έχει φθηνηνει τελικά; Έχουν γίνει φθηνότερες κάποιες υπηρεσίες όπως δικηγόροι και γιατροί (όσοι έμειναν στη χώρα), οι οποίοι όμως παραδοσιακά φοροδιαφεύγουν μειώνοντας περαιτέρω τα πενιχρά έσοδα του ελληνικού κράτους. Κι εδώ να σημειώσουμε ότι κάθε μήνα η ψαλίδα μεταξύ των «προς είσπραξη» από τα πραγματικά εισπραττόμενα ανοίγει. Το λεγόμενο πλεόνασμα είναι καθαρά λογιστικό. ΔΕΝ έχουν εισπραχθεί αυτά τα χρήματα! Έχουν – στην καλύτερη περίπτωση – απλά εγγραφεί στον προϋπολογισμό.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, το σχέδιο «ανάπτυξης μέσω βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας» της χώρας, μέσω εσωτερικής υποτίμησης, ήταν λάθος! Φταίει η παγκοσμιοποίηση, οι ιστορικές καταβολές της οικονομίας, η παιδεία… Τι σημασία έχει;
Σημασία εχει ότι με τη λύση αυτή, προξενήθηκε μεγαλύτερη ύφεση, που έφερε ανεργία, λιγότερα έσοδα στα ταμεία, περισσότερους φόρους, μεγαλύτερη δυστοκία στην οικονομία γενικώς και μείωσε το ΑΕΠ – γεγονός που ακολούθως επηρεάζει τη σχέση χρέους – ΑΕΠ της χώρας και άρα την πιστοληπτική ικανότητά της – αυτό που λέμε «να βγει στις αγορές».
Τι έπρεπε να γίνει; (μιλάμε για μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, γιατί το τι έπρεπε να γίνει πριν – αποτελεί θέμα άλλης δημοσίευσης…). Η ανταγωνιστικότητα της χώρας πράγματι έπρεπε να βελτιωθεί. Κατά κύριο λόγο όμως αρχίζοντας από τον δημόσιο τομέα. Από το δημόσιοοικονομικό κόστος, τη λειτουργία των θεσμών (πχ. ταχύτητα αποδοσης δικαιοσύνης) και την απλοποίηση της γραφειοκρατίας. Έπρεπε ο δημόσιος τομέας να κάνει περικοπές και ιδιωτικός τομέας να αφεθεί ελεύθερος να απορροφήσει όσους εργαζόμενους μπορεί.
Αντ’ αυτού οι μετακλητοί πληθαίνουν, οι άξιοι ιδιωτικοί υπάλληλοι μεταναστεύουν και τα αναδρομικά στους ένστολους, συνταξιούχους κλπ. θα χαρίσουν τη χαριστική βολή στην οικονομία.
Και όσο η ελληνική αστική τάξη συνεχίζει να φτωχαίνει, να μεταναστεύει, να αδυνατεί να συντηρεί έστω ένα παιδί αξιοπρεπώς και συνάμα να γερνάει, τόσο το αδιέξοδο της πολιτικής αυτής θα οξύνεται.
Η κρίση τώρα αρχίζει…